- σκανδαλίζω
- ΝΜΑ, και σκανταλίζω Ν [σκάνδαλον / σκάνταλο]βάζω κάποιον σε πειρασμό, διεγείρω σε κάποιον την επιθυμία για κακές ή πονηρές και, κυρίως, για ερωτικές σκέψεις (εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου... σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν», ΚΔ)νεοελλ.1. προκαλώ την περιέργεια κάποιου2. γίνομαι αιτία σκανδάλου, δημιουργώ τις προϋποθέσεις για σκάνδαλο3. προξενώ βλάβη σε κάτι («μού σκανταλίστη το κλουβί και μού 'φυγε τ' αηδόνι», δημ. τραγούδι)4. ναυτ. τινάζω απότομα την άγκυρα τού πλοίου για να τήν αποσπάσω πιο εύκολα από τον βυθό.
Dictionary of Greek. 2013.